(Στα χέρια το πρόσφορο και το μεγάλο ξόδι στην ψυχή)
Της Ζωής Δικταίου
Κατάμονη μα όχι λησμονημένη στην κορφή στην Κεφάλα. Κοιτάς στα περασμένα. Μέσα από ένα θαμπό γυαλί ψάχνεις το Λασίθι που αγάπησες, το Λασίθι στην ψίχα της ψυχής σου μια κλωστή κόκκινη, τυλιγμένη στην λαθρακιασμένη ανέμη της Κοκολίνας. Με την όραση πολιορκείς τα κοντινά και τα μακρινά, όλα όσα χορεύουν σε τούτο το απάνω δώμα της γης. Στην κάψα του μεσημεριού αγναντεύεις την πυρκαγιά της θημωνιάς στα σταροχώραφα, στο Μέσα Λασίθι, στο Μέσα Λασιθάκι και στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Η γιαγιά σού ’λεγε, πως τούτο τον θερισμό που θα δεις εσύ, ποτέ δεν προλαβαίνουν να τον δουν οι ψυχές που έχουν φύγει, γιατί την ημέρα που θα γονατίζουν οι ζωντανοί, αυτές θα παίρνουν ξανά τον δρόμο του γυρισμού για τον άλλο κόσμο.
«Ο νεκρός είναι ένας στρόβιλος από αόρατες δυνάμεις, που ο ζωντανός πρέπει να τις εξιλεώσει με θυσίες και προσευκές, αλλιώς αλίμονό του. Όλοι οι πρόγονοι, παρόμοιοι με ανεκτίμητους θησαυρούς, είναι θαμμένοι στη γη, ζώντας εκεί μέσα μιαν παντοδύναμη ζωή» , έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης κι όσο το θυμάσαι, τόσο πιο πολύ στενεύει μέσα σου ο καιρός κι όλα γίνονται στενόκαρδα με τούτη την περιπλάνηση και τ’ αναλαμπίσματα του άλλου κόσμου.
Όπως παλιά, έτσι και σήμερα στο Λασίθι, οι γυναίκες άφησαν τ’ ασπρόρουχα στο σκοινί, εκεί κρύβονται οι ψυχές, έτσι λένε, τέτοια μέρα του Ιουνίου, ανάμεσα στα κουμπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες, κρύβονται από τον άλικο ήλιο, μήπως και καταφέρουν να τον ξεγελάσουν, είναι που δεν θέλουν να επιστρέψουν και να ξαναθαφτούν στη γη.
Έθιμο παλιό, ν’ αφήνουν στο γείσο ψηλά στο πανωπόρτι ένα ποτήρι νερό, να ξεδιψούν οι ψυχές, οι στρατολάτισσες του Άδη, αυτές που όσο κι αν κρυφτούν, σαν τελεύει η προθεσμία, στο τέλος θ’ ακολουθήσουν τον ήλιο, τούτη την μέρα της γονατιστής.
Στο Μοναστήρι της Κρουσταλλένιας, στον πρίνο με τους δεκαοκτώ μεγάλους κλώνους, θα γονατίσεις κι εσύ, πάνω στα πικρά φύλλα της καρυδιάς, με την καρδιά να τρέμει, τη φλόγα στο βλέμμα, στα χέρια το πρόσφορο, το μαυρομάνικο στο σοφρά και το μεγάλο ξόδι μέσα σου.
«Θ’ ανταμώσουμε τάχατε μια μέρα;»
Ρωτά ο δάσκαλος, ο Ορφανός, ο Γιάννης, το ίδιο αναρωτιούνται όλοι, και πριν αγγίξει το αχ ουρανό, μαζί θα διακονήσετε τα παλιά μοιρολόγια με καινούρια δάκρυα, με λόγια ξεχασμένα σε αλαζόνες καιρούς, να σηκώσουν κι άλλο μπόι τα δέντρα, ν’ αναστηθούν καινούργιες φυλλωσιές και κλαδιά, να ξαποσταίνουν τ’ αγρίμια, να βρίσκει ο άνεμος αιτία να σταθεί, να κελαηδούν τα πουλιά…
Μια γυναίκα δίπλα σου μαυροφορεμένη, η Μανουσομαρία από το Μαγουλά, μουρμουρίζει ψιθυριστά, αργά – αργά, ονόματα, πολλά ονόματα, κι ύστερα, άξαφνα στυλώνει το βλέμμα, στο σαβανωμένο ίσκιο που αχνοτρέμει στην πόρτα.
«Πολύβιε, Πολύβιε υγιέ μου…» , με πόνο.
Κλαίει διπλωμένη στα δυο, η Μανουσομαρία. Πάνω στα ξερά στάχυα η μνήμη γδύνει τη ζωή, κυλάει το δάκρυ, κυλάει. Η αρμπαρόριζα καίει τον ουρανίσκο, διάβηκε ο καιρός, καλές, κακές πέρασαν και οι πραμάτειες μαζί του. Ένα κομμάτι σύννεφο της απόμεινε φορτωμένο βροχή ανάμεσα στις ρυτίδες. Ταξιδεύει η σκέψη σιωπηλά, πασκίζεις τώρα που έχει πλατύνει η καρδιά, να αιχμαλωτίσεις τον πόνο, να μην βρει χαραμάδα κι αλητέψει. Οι ραγισμένες πέτρες ποτίστηκαν δάκρυ και κόκκινο κρασί, τα μνήματα γέμισαν τριαντάφυλλα.
Ένα ριζίτικο, με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη σε φέρνει πιο κοντά με τα αόρατα:
«Στον ουρανό χορεύουνε στον Άδη κάνουν γάμο
και βγήκαν και καλούσανε όλους τους πικραμένους.
Χριστέ να με καλούσανε και εμέ το πικραμένο
να φτιάξω πράσινα κεριά και αλεξιμνιές λαμπάδες
να τσ’ άναβα να γύριζα τον Άδη γύρου – γύρου
να δω τσι νιούς πώς κοίτουνται τσι γέρους πώς κοιμούνται
να δω και τα μωρά παιδιά.»
Δίνεις φτερά στη σκέψη σου. Ο κόσμος, με μεγαλύτερη απαίτηση παίρνει τις κανονικές του διαστάσεις και δεν σου αρέσει. Επιστρέφεις στο παιδί μέσα σου, στο εδώ και στο τώρα που ζούσες κάποτε, ελεύθερη από τα πρέπει και τον φόβο. Ο αναστεναγμός γίνεται πεταλούδα στο άσπρο φουστανάκι της Ειρηάννας.
Γυρίζεις κοιτάζεις την καινούργια υπόσχεση της ζωής κατάματα, αξιολογείς την ευκαιρία που σού δίδεται, αυτή είναι η ένσαρκη υπενθύμιση για το πώς θα έπρεπε να είσαι κι εσύ, μια Ειρηάννα στην καρδιά. Τώρα κοίτα να μετρήσεις δυο φορές τα λόγια σου. Δεν παίζεις με την αθωότητα. Το βλέμμα σου σμίγει με το δικό της, συνωμοτικά κι ας μην αλλάζει γνώμη ο καιρός. Βλέπεις τη σπινθηροβόλα σιγουριά της ελπίδας. Μαζί της ελπίζεις κι εσύ. Πόση αγάπη χωράει σε μια τόση δα μικρή καρδιά!
Το κέντρο του βάρους σου μετατοπίζεται απότομα. Προτεραιότητα έχει τώρα τούτος ο αροδαμός, αυτό το μικροσκοπικό ανθρωπάκι που έρχεται να σου θυμίσει πως η ζωή μπορεί να είναι εύθραυστη, αλλά…
Σκέψου ό,τι θέλεις εσύ για να συμπληρώσεις αυτό το αλλά. Σκέψου κάτι καλό. Έλα, μπορείς να συμπληρώσεις το κενό ανάμεσα από τον δικό της κόσμο, μέχρι τον εαυτό σου, να χτίσεις μια γέφυρα, να την στολίσεις με κισσούς και πεταλούδες, όπως αυτή στο φουστανάκι της. Κοίτα πώς γέρνει το λεπτό κορμάκι σαν να αφήνεται στην τύχη, πιάσε τώρα το χαμόγελό της, αυτό που σκάει ντροπαλά και γίνεται όλο και πιο γλυκό.
Την παρατηρείς να σκαρφαλώνει ακούραστη, ανάποδα στην τσουλήθρα της παιδικής χαράς στην Πλάτη, και ενώ φτάνει όλο και πιο ψηλά, δεν πανηγυρίζει, παρά μόνο αφήνεται γελώντας να γλιστρήσει και κάνει το ίδιο από την αρχή, ξανά και ξανά. Θα σε καταδεχτεί περισσότερο. Θα σε κρατήσει από το χέρι και θα σου γνωρίσει τον Μήτσο και τον Κωστή τ’ αδέλφια της, την Μαριάνε την ξαδέλφη της και τους φίλους της και έχει πολλούς.
Οι νέοι αροδαμοί του Λασιθιού έχουν ανατροφή και καλούς τρόπους. Θα κάνουν το πρώτο βήμα και θα σε πλησιάσουν με εμπιστοσύνη, θα ενδιαφερθούν να σε γνωρίσουν και θα συστηθούν με περηφάνια πριν σου ζητήσουν να παίξεις κι εσύ κρυφτό, κυνηγητό, τυφλόμυγα, μήλα. Θα κυλιστείς μαζί τους ανέμελα στα χόρτα, θα σου δώσουν την καραμέλα από το στόμα τους, θα πέσουν πάνω σου και θα σε κάνουν βάρκα της χαράς.
Τα παιδιά και τα πουλιά ξέρουν να απολαμβάνουν κάθε στιγμή. Η ζωή τους είναι χαρούμενη γιατί δεν αναβάλλεται η ομορφιά της και δεν αφήνουν αυτό που μπορούν να ζήσουν για αργότερα. Η ζωή στο Οροπέδιο γνωρίζει τι σημαίνει μεγαλοψυχία και γι’ αυτό συνεχίζει να υπάρχει και να υπόσχεται στη μοναδική αυτή φύση, σύμφωνα με τη φύση. Το Οροπέδιο δεν θα πάψει ποτέ να είναι το λίκνο της ζωής, η φωνή αναπτερωμένη μέσα σου σε καθησυχάζει.
«Τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; καὶ προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν• ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται» , από το κατηχητικό το θυμάσαι αυτό…
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, Μάης 2020
Σημείωση
Θυμάμαι τη γιαγιά μου, στο φως του δειλινού στο κοιμητήρι, ώρα που τα ψυχάρια αφήνουν τα λουλούδια και πλησιάζουν μ’ αφοβιά τους ανθρώπους. Πετούσαν γύρω της, για λίγο πιάνονταν πότε από το γιακά στο μαύρο της φουστάνι και πότε στο τσεμπέρι. Τα καλούσε θαρρείς μυστικά, να διπλώσουν τα φτερά, να καθίσουν στα ξεβαμμένα γράμματα της ξασπρισμένης ταφόπλακας, θαρρείς να συλλαβίσουν τα ονόματα που εκείνη η αγράμματη μπορεί να μην ήξερε να διαβάσει, ποτέ όμως δεν ξεχνούσε. Η μέρα της γονατιστής ήταν η πιο μεγάλη ευκαιρία να αναφερθεί στους προγόνους, στα παιδιά και στον άντρα που είχε χάσει νωρίς, και πάντα ωσεί παρούσες οι ψυχές στη ζωή της…
Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κάθονται βουβές στα περιβόλια.
Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες αθώρητες και μόνες.
Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κρέμονται στα ρούχα και στο φράχτη.
Φωλιάζουν στο καλό κρασί και στο παλιό πυθάρι
γεμίζουν τις ραγισματιές κι ανοίγουν τους φεγγίτες.
Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής
μη κόψετε ξερό κλαρί ούτε χλωρό βλαστάρι.
Μη μάσετε τ’ ασπρόρουχα και διώξετε τσ’ αράχνες
μην πίνετε γλυκό κρασί και φοβηθούν και φύγουν.
Κ.Χ.Μύρης